τρόπος
Μετάβαση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τρόπος | τρόπ | ||
γενική | τρόπ |
τρόπ | ||
αιτιατική | τρόπ |
τους | τρόπους | |
κλητική | τρόπ |
τρόπ | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τρόπος < κληρονομημένο από
τ η ν αρχαία ελληνική τρόπος. Δείτεκ α ι τρέπω.
Προφορά[επεξεργασία]
Δ Φ Α : /ˈtɾo.pos/- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρό‐πος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τρόπος αρσενικό
τ ο σύστημα,η μέθοδος,τ ο πώς γίνεται κάτι- (μεταφορικά) φέρσιμο, διαγωγή (συνήθως
σ τ ο ν πληθυντικό) → δείτετ η λέξη τρόποι- ↪
Μ α τ ι τρόπος είναι αυτός!ν α φέρεσαιπ ι ο ευγενικά!
- ↪
- (μουσική)
ο ι επιλεγμένοι φθόγγοι (συνήθως επτά) μέσασ τ ο διάστημα μιας οκτάβας[1],μ ε προκαθορισμένη απόσταση διαστημάτων μεταξύ τους, στους οποίους κινείται μία μελωδία
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αλλοτροπία
- αλλοτροπικός
- αλλοτροπισμός
- αλοτροπισμός (από
τ ο αλς) - ανατροπέας
- ανατροπή
- αποτροπιασμός
- αποτροπιαστικός
- ατροπίνη
- Άτροπος
- ατροπολόγητος
- ατροποποίητος
- γεωτροπικός
- δυστροπία
- δυστροπώ
- έκτροπα
- εκτροπή
- επίτροπος & συγγενικά
- εντροπία, ντροπή & συγγενικά
- ερωτοτροπία
- ερωτοτροπώ
- ηλιοτρόπιο
- ηλιοτροπισμός
- ιδιοτροπία
- κατατροπώνω
- κατατρόπωση
- μετατροπή
- μετατροπή
- νοοτροπία
- ορθοτροπισμός
- παντοιοτρόπως
- παρατροπικός
- παρεκτροπή
- περιτροπή
- ποικιλοτρόπως
- προτροπή
- ρεοτροπισμός
- σωματοτροπίνη
- τεχνοτροπία
- τοιουτοτρόπως
- τρόπαιο & συγγενικά
- τροπάρι
- τροπάριο
- τροπή
- τρόπιδα
- τροπικός
- τροπικότητα
- τροπισμός
- υδροτροπικός
- υδροτροπισμός
- υποεπιτροπή
- υποτροπή
- υποτροπιάζω & συγγενικά
- ψυχοτρόπος
τροπο- Νεοελληνικές λέξεις
-τροπος Νεοελληνικές λέξεις
- → δείτε
τ η λέξη τρέπω
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
Mode (music)
σ τ η ν αγγλική ΒικιπαίδειαΟ ι τρόποι, διαχρονικάσ τ η μουσική.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τρόπος (γενικά)
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Σημείωση
τ ο υ επιμελητή:Ο όροςκ α ι ο ορισμός αφορούν κυρίωςτ η δυτική μουσική.
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | τρόπος | τρόπ | |
γενική | τρόπ |
τρόπ | ||
δοτική | τρόπῳ | τρόποις | ||
αιτιατική | τρόπ |
τρόπους | ||
κλητική ὦ! | τρόπ |
τρόπ | ||
δυϊκός | ||||
τρόπ | ||||
τρόπ | ||||
2 |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τρόπος αρσενικό
- → λείπει
ο ορισμός (ήο ι ορισμοί) - (μουσική)
ο μουσικός τρόπος,η διάταξητ ω ν επιλεγμένων φθόγγωνσ τ η ν οποία κινείταιη μελωδία- ※
ε ἰςτ ο ὺς λεγομένους τρόπουςτ ε κ α ὶ τόνους, ὄντας πεντεκαίδεκατ ὸν ἀριθμὸν (Αλύπιος (Ἀλύπιος),Ε ἰσαγωγὴ Μουσική, 3,) - ※
π ο λ λ ῶν τόνωνκ α ὶ τρόπων ὑποκειμένωνφ ω ν ῆς,ο ὕς ἁρμονίαςο ἱ μουσικοὶ καλοῦσ ι - Πλούταρχος, Ηθικά, 18.
Ε ἰ πρεσβυτέρῳ πολιτευτέον [An seni respublica gerenda sit]
- Πλούταρχος, Ηθικά, 18.
- ≈ συνώνυμα: τρόπος τόνος, ἁρμονία
- → δείτε
τ η λέξη modus (λατινικά)
- ※
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ...
- → δείτε
τ η λέξη τρέπω
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
μουσική:
γ ι α τους δυτικούς εκκλησιαστικούς τρόπους → δείτετ η λέξη modus (λατινικά)γ ι α τους βυζαντινούς τρόπους → δείτετ η λέξη ἦχος
Πηγές[επεξεργασία]
- τρόπος - Επιτομή
τ ο υ Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομήτ ο υ Μεγάλου Λεξικού,ε κ δ . Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδεςσ τ ο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012 - τρόπος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από
τ ο 2011) Λεξικάγ ι α τ η ν αρχαία ελληνικήκ α ι λατινική γλώσσα (σ τ α αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά,κ .λ π .) Πανεπιστήμιοτ ο υ Σικάγου. - Michaelides, Solon (Μιχαηλίδης, Σόλων). The Music of Ancient Greece. An Encyclopaedia. [
Η Μουσική της Αρχαίας Ελλάδας.] (σ τ α αγγλικά) Λονδίνο: Faber and Faber, 1978. ISBN: 0 571 10021 X.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά
π ο υ κλίνονται όπωςτ ο 'δρόμος' (νέα ελληνικά) - Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από
τ α αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά) - Προέλευση λέξεων από
τ α αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά) - Λήμματα
μ ε προφοράΔ Φ Α (νέα ελληνικά) - Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μουσική (νέα ελληνικά)
- Βυζαντινή μουσική (νέα ελληνικά)
- Επέκταση
- Ουσιαστικά
μ ε κλίση όπωςτ ο 'δρόμος' (αρχαία ελληνικά) - Ουσιαστικά
π ο υ κλίνονται όπωςτ ο 'δρόμος' (αρχαία ελληνικά) - Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά
π ο υ κλίνονται όπωςτ ο 'δρόμος' αρσενικά (αρχαία ελληνικά) - Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά
π ο υ κλίνονται όπωςτ ο 'δρόμος' παροξύτονα (αρχαία ελληνικά) - Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις
μ ε επίθημα -ος (αρχαία ελληνικά) - Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείποντες ορισμοί (αρχαία ελληνικά)
- Μουσική (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα
μ ε παραθέματα (αρχαία ελληνικά) - Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)