ομότροπος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
Δείτε επίσης: ομοιότροπος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οおみくろん ομότροπος ηいーた ομότροπηいーた τたうοおみくろん ομότροποおみくろん
      γενική τたうοおみくろんυうぷしろん ομότροποおみくろんυうぷしろん της ομότροπης τたうοおみくろんυうぷしろん ομότροποおみくろんυうぷしろん
    αιτιατική τたうοおみくろんνにゅー ομότροποおみくろん τたうηいーたνにゅー ομότροπηいーた τたうοおみくろん ομότροποおみくろん
     κλητική ομότροπεいぷしろん ομότροπηいーた ομότροποおみくろん
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οおみくろんιいおた ομότροποおみくろんιいおた οおみくろんιいおた ομότροπες τたうαあるふぁ ομότροπαあるふぁ
      γενική τたうωおめがνにゅー ομότροπωおめがνにゅー τたうωおめがνにゅー ομότροπωおめがνにゅー τたうωおめがνにゅー ομότροπωおめがνにゅー
    αιτιατική τους ομότροπους τις ομότροπες τたうαあるふぁ ομότροπαあるふぁ
     κλητική ομότροποおみくろんιいおた ομότροπες ομότροπαあるふぁ
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ομότροπος < αρχαία ελληνική ὁμότροπος

Επίθετο

[επεξεργασία]

ομότροπος, -ηいーた, -οおみくろん

  1. (βοτανική) πぱいοおみくろんυうぷしろん εμφανίζει τたうοおみくろんνにゅー ίδιο τροπισμό μみゅーεいぷしろん άλλον
  2. (μαθηματικά) πぱいοおみくろんυうぷしろん αφορά δύο περιοχές ενός πεδίου πぱいοおみくろんυうぷしろん, χωρίς νにゅーαあるふぁ χρειαστεί νにゅーαあるふぁ βγούμε αあるふぁπぱい’ αυτό, μπορούμε νにゅーαあるふぁ μεταβούμε μみゅーεいぷしろん κάποιους μετασχηματισμούς από τたうηいーた μία σしぐまτたうηいーたνにゅー άλλη

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]