cuisine

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
cuisine cuisines

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔでるたΦふぁいΑあるふぁ : /kwɪˈziːn/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

cuisine (en) (μετρήσιμο κかっぱαあるふぁιいおた μみゅーηいーた μετρήσιμο)

  • (γαστρονομία) ηいーた κουζίνα
    I love travelling and learning about the cuisines of different places.
    Μみゅーοおみくろんυうぷしろん αρέσει νにゅーαあるふぁ ταξιδεύω κかっぱαあるふぁιいおた νにゅーαあるふぁ μαθαίνω γがんまιいおたαあるふぁ τις κουζίνες διαφορετικών περιοχών.
  • cuisine - Cambridge Dictionary online
  • cuisine - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από τたうοおみくろん 1828)

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
cuisine cuisines

cuisine (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]