dough

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔでるたΦふぁいΑあるふぁ : /dəʊ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

dough (en)

  • (μみゅーηいーた μετρήσιμο, ενικός) ηいーた ζύμη, τたうοおみくろん ζυμάρι
    bread/cookie/pie dough - ζύμη γがんまιいおたαあるふぁ ψωμί/γがんまιいおたαあるふぁ μπισκότα/γがんまιいおたαあるふぁ πίτα
    Take pieces of dough and shape them into little balls.
    Παίρνετε κομμάτια ζύμης κかっぱαあるふぁιいおた τたうαあるふぁ πλάθετε σしぐまεいぷしろん μπαλάκια.
    Knead the dough well and roll it out into thick sheets.
    Ζυμώνετε καλά τたうηいーた ζύμη κかっぱαあるふぁιいおた τたうηいーたνにゅー ανοίγετε σしぐまεいぷしろん χοντρά φύλλα.