ζυμάρι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τたうοおみくろん ζυμάριいおた τたうαあるふぁ ζυμάριいおたαあるふぁ
      γενική τたうοおみくろんυうぷしろん ζぜーたυうぷしろんμみゅーαあるふぁρろーιού τたうωおめがνにゅー ζぜーたυうぷしろんμみゅーαあるふぁρろーιών
    αιτιατική τたうοおみくろん ζυμάριいおた τたうαあるふぁ ζυμάριいおたαあるふぁ
     κλητική ζυμάριいおた ζυμάριいおたαあるふぁ
Οおみくろんιいおた καταλήξεις -ιού, -ιいおたαあるふぁ, -ιών προφέρονται μみゅーεいぷしろん συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ζυμάρι < μεσαιωνική ελληνική < ζυμάριον, υποκοριστικό τたうοおみくろんυうぷしろん ζύμη

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔでるたΦふぁいΑあるふぁ : /ziˈma.ɾi/
ζυμάρι

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ζυμάρι ουδέτερο

  • μείγμα από αλεύρι, νερό κかっぱαあるふぁιいおた μαγιά (συχνά κかっぱιいおた άλλα υλικά) πぱいοおみくろんυうぷしろん μαλάσσεται (ζυμώνεται) μέχρι νにゅーαあるふぁ γίνει ένα ομογενές σώμα κかっぱαあるふぁιいおた από τたうοおみくろん οποίο μπορούμε νにゅーαあるふぁ πλάσουμε ψωμί, γλυκίσματα κかっぱ.λらむだπぱい.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]