drink
Μετάβαση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
drink | drinks |
drink (en)
τ ο ποτό
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | drink |
γ΄ ενικό ενεστώτα | drinks |
αόριστος | drank, drunk |
παθητική μετοχή | drunk, drunken |
ενεργητική μετοχή | drinking |
drink (en)
Σύνθετα
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
drink | drinks |
drink (fr) αρσενικό
- ποτό (αγγλισμός)