drunk

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔでるたΦふぁいΑあるふぁ : /dɹʌŋk/

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός drunk
συγκριτικός drunker
υπερθετικός drunkest

drunk (en)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
drunk drunks

drunk (en)

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

drunk (en)