ear
Μετάβαση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
ear | ears |
ear (en)
- (
τ ο ) αφτί - (βοτανική) (
τ ο ) στάχυτ ω ν δημητριακών- (ανατομία φυτών,
δ ε ν περιορίζεταισ ε συγκεκριμένο είδος)
- (ανατομία φυτών,