άστατο
Μετάβαση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
|
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- άστατο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική astatine < αρχαία ελληνική ἄστατος
- άστατο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο
τ ο υ επιθέτου άστατος < αρχαία ελληνική ἄστατος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]άστατο ουδέτερο
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | άστατ |
άστατ | ||
γενική | άστατ |
άστατ | ||
αιτιατική | άστατ |
άστατ | ||
κλητική | άστατ |
άστατ | ||
Συνήθως | ||||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- (χημεία) αμέταλλο, ραδιενεργό χημικό στοιχείο,
π ο υ ανήκεισ τ α αλογόνα,μ ε ατομικό αριθμό 85, ατομικό βάρος 210κ α ι χημικό σύμβολοτ ο At- άλλες μορφές: αστάτιο
- (λόγιο)
η αστάθεια
Σύνθετα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
άστατο
σ τ η Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Χημικό στοιχείο
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]άστατο
Κατηγορίες:
- Χημικά στοιχεία (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από
τ α αγγλικά (νέα ελληνικά) - Λόγια δάνεια από
τ α αγγλικά (νέα ελληνικά) - Προέλευση λέξεων από
τ α αγγλικά (νέα ελληνικά) - Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά
π ο υ κλίνονται όπωςτ ο 'σίδερο' (νέα ελληνικά) - Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)