escalate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
ενεστώτας escalate
γ΄ ενικό ενεστώτα escalates
αόριστος escalated
παθητική μετοχή escalated
ενεργητική μετοχή escalating

escalate (en)

  • (μεταβατικό κかっぱαあるふぁιいおた αμετάβατο) εντείνω, κλιμακώνω, γίνομαι μεγαλύτερος, χειρότερος, πぱいιいおたοおみくろん σοβαρός κかっぱτたうλらむだ.· κάνω κάτι μεγαλύτερο, χειρότερο, πぱいιいおたοおみくろん σοβαρό κかっぱτたうλらむだ.
    Tensions between the two countries escalated.
    Εντάθηκαν οおみくろんιいおた σχέσεις μεταξύ τたうωおめがνにゅー δύο χωρών.
    The fighting is escalating.
    Κλιμακώνεται οおみくろん αγώνας.
    The war escalated.
    Οおみくろん πόλεμος κλιμακώθηκε.
     συνώνυμα: → δείτε τたうηいーた λέξη increase

Αντώνυμα

[επεξεργασία]