increase
Μετάβαση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]- increase < κληρονομημένο από
τ η μέση αγγλική increse < αγγλονορμανδική encreistre < λατινική increscere. (μαρτυρείται απότ ο 14ο αιώνα)[1]
Προφορά 1
[επεξεργασία]Δ Φ Α : /ˈɪn.kriːs/- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : in‐crease
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
increase | increases |
increase (en) (μετρήσιμο
Άλλες γραφές
[επεξεργασία]Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]- increase < κληρονομημένο από
τ η μέση αγγλική incresen, encresen. (μαρτυρείται απότ ο 14ο αιώνα)[1]
Προφορά 2
[επεξεργασία]Δ Φ Α : /ɪnˈkriːs/- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : in‐crease
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | increase |
γ΄ ενικό ενεστώτα | increases |
αόριστος | increased |
παθητική μετοχή | increased |
ενεργητική μετοχή | increasing |
increase (en)
- (μεταβατικό
κ α ι αμετάβατο) αυξάνω κάτι ή αυξάνομαι- ↪ I am increasing the wages/the price.
- Αυξάνω τους μισθούς/
τ η ν τιμή.
- Αυξάνω τους μισθούς/
- ↪ The population of China increases by 50 million a year.
Ο πληθυσμός της Κίνας αυξάνεται κατά 50 εκατομμύριοτ ο χρόνο.
- ↪ The trend, worldwide, is increasing.
Η τάση, παγκοσμίως, είναι αυξητική.
- ≈ συνώνυμα: boost, climb, escalate, go up, grow, intensify, magnify, raise, ramp up, rise, shoot up, soar
κ α ι step up - ≠ αντώνυμα: decrease
- ↪ I am increasing the wages/the price.
Άλλες γραφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- increase (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- increase (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press.
σ ε λ . 70-71, 142. ISBN 9780194325684., λήμμα: άνοδος, αυξάνω, αύξηση
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από
τ η μέση αγγλική (αγγλικά) - Προέλευση λέξεων από
τ η μέση αγγλική (αγγλικά) - Προέλευση λέξεων από
τ α αγγλονορμανδικά (αγγλικά) - Προέλευση λέξεων από
τ α λατινικά (αγγλικά) - Λήμματα
μ ε προφοράΔ Φ Α (αγγλικά) - Λήμματα
μ ε ήχοσ τ η ν προφορά (αμερικανικά αγγλικά) - Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Ρήματα (αγγλικά)
- Ρήματα
π ο υ κλίνονται όπωςτ ο 'love' (αγγλικά)