exspiro

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
exspiro < ex + spiro

exspiro (la) (exspīrō1, exspīrāvī, exspīrātum, exspīrāre)