fellow

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
fellow < λείπει ηいーた ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

fellow (en)

  1. (παρωχημένο) σύντροφος, συνεργάτης
  2. όμοιος, ισότιμος
  3. (ανεπίσημο) οおみくろん άνδρας
  4. (σπάνιο) άτομο, πρόσωπο ανεξάρτητα από τたうοおみくろん φύλο, είτε άνδρας είτε γυναίκα
  5. συνηθισμένος, απλός άνθρωπος
  6. άνδρας μみゅーεいぷしろん κακή ανατροφή, μみゅーεいぷしろん αχρεία συμπεριφορά
  7. επαγγελματική θέση ή τίτλος σしぐまεいぷしろん ορισμένους χώρους, όπως πανεπιστήμια, κολέγια, επιστημονικές εταιρείες ή ενώσεις κかっぱ.λらむだπぱい.

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]