fresco

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
fresco frescoes

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

fresco < (άμεσο δάνειο) ιταλική fresco < λατινική friscus

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

fresco (en)

  • (ζωγραφική, αγιογραφία) ηいーた νωπογραφία, τたうοおみくろん φρέσκο, ηいーた τοιχογραφία
    the frescoes of Pompeii - τたうαあるふぁ φρέσκα της Πομπηίας
    The walls of the palaces of Knossos are decorated with frescoes.
    Οおみくろんιいおた τοίχοι τたうωおめがνにゅー ανακτόρων της Κνωσού είναι διακοσμημένοι μみゅーεいぷしろん τοιχογραφίες.



Επίθετο

[επεξεργασία]
ενικός πληθυντικός
αρσενικό fresco freschi
θηλυκό fresca fresche

fresco (it)