fresco
Μετάβαση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
fresco | frescoes |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]fresco < (άμεσο δάνειο) ιταλική fresco < λατινική friscus
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]fresco (en)
- (ζωγραφική, αγιογραφία)
η νωπογραφία,τ ο φρέσκο,η τοιχογραφία- ↪ the frescoes of Pompeii -
τ α φρέσκα της Πομπηίας - ↪ The walls of the palaces of Knossos are decorated with frescoes.
Ο ι τοίχοιτ ω ν ανακτόρων της Κνωσού είναι διακοσμημένοιμ ε τοιχογραφίες.
- ↪ the frescoes of Pompeii -
Πηγές
[επεξεργασία]
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
αρσενικό | fresco | freschi |
θηλυκό | fresca | fresche |
fresco (it)