gather
Μετάβαση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | gather |
γ΄ ενικό ενεστώτα | gathers |
αόριστος | gathered |
παθητική μετοχή | gathered |
ενεργητική μετοχή | gathering |
Ρήμα
[επεξεργασία]gather (en)
- (μεταβατικό
κ α ι αμετάβατο) συγκεντρώνω, συναθροίζω, μαζεύω ανθρώπους,σ ε ένα μέροςγ ι α ν α σχηματίσωμ ι α ομάδα- ↪ They all gathered around him/around the fire.
- Συγκεντρώθηκαν όλοι γύρω
τ ο υ /γύρω απότ η φωτιά.
- Συγκεντρώθηκαν όλοι γύρω
- ↪ Go and gather as many men as you can find.
- Πήγαινε
κ α ι συγκέντρωσε όσους άνδρες βρεις. - ↪ they gathered in churches - συναθροίστηκαν στις εκκλησίες
- Πήγαινε
- ↪ The whole family gathered at the celebration for the baby’s baptism.
Σ τ ο γλέντιγ ι α τ α βαφτίσιατ ο υ μωρού μαζεύτηκε όληη οικογένεια.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε
τ η λέξη assemble
- ↪ They all gathered around him/around the fire.
- μαζεύω, συσσωρεύω
- συμπεραίνω
- κερδίζω, νικώ
Πηγές
[επεξεργασία]- gather - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press.
σ ε λ . 830, 842. ISBN 9780194325684., λήμμα: συγκεντρώνω, συναθροίζω