gather

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
ενεστώτας gather
γ΄ ενικό ενεστώτα gathers
αόριστος gathered
παθητική μετοχή gathered
ενεργητική μετοχή gathering

gather (en)

  1. (μεταβατικό κかっぱαあるふぁιいおた αμετάβατο) συγκεντρώνω, συναθροίζω, μαζεύω ανθρώπους, σしぐまεいぷしろん ένα μέρος γがんまιいおたαあるふぁ νにゅーαあるふぁ σχηματίσω μみゅーιいおたαあるふぁ ομάδα
    They all gathered around him/around the fire.
    Συγκεντρώθηκαν όλοι γύρω τたうοおみくろんυうぷしろん/γύρω από τたうηいーた φωτιά.
    Go and gather as many men as you can find.
    Πήγαινε κかっぱαあるふぁιいおた συγκέντρωσε όσους άνδρες βρεις.
    they gathered in churches - συναθροίστηκαν στις εκκλησίες
    The whole family gathered at the celebration for the baby’s baptism.
    Σしぐまτたうοおみくろん γλέντι γがんまιいおたαあるふぁ τたうαあるふぁ βαφτίσια τたうοおみくろんυうぷしろん μωρού μαζεύτηκε όλη ηいーた οικογένεια.
     συνώνυμα: → δείτε τたうηいーた λέξη assemble
  2. μαζεύω, συσσωρεύω
  3. συμπεραίνω
  4. κερδίζω, νικώ