gipso
Μετάβαση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- gipso < → λείπει
η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | gipso | gipsoj |
αιτιατική | gipson | gipsojn |
gipso (eo)
ο γύψος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | gipso | gipsoj |
αιτιατική | gipson | gipsojn |
gipso (eo)