grenado
Μετάβαση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- grenado < → λείπει
η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | grenado | grenadoj |
αιτιατική | grenadon | grenadojn |
grenado (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | grenado | grenadoj |
αιτιατική | grenadon | grenadojn |
grenado (eo)