heavy

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
παραθετικά
θετικός heavy
συγκριτικός heavier
υπερθετικός heaviest

Επίθετο

[επεξεργασία]

heavy (en)

  1. βαρύς
  2. (ΗいーたΒべーた, αργκό) οπλισμένος
  3. (ΗいーたΒべーた, αργκό) εξαιρετικός