insulto
Μετάβαση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- insulto < → λείπει
η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | insulto | insultoj |
αιτιατική | insulton | insultojn |
insulto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | insulto | insultoj |
αιτιατική | insulton | insultojn |
insulto (eo)