(Translated by https://www.hiragana.jp/)
jedynka - Βικιλεξικό
jedynka
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
jedynka (pl) < jeden
- ⓘ (βοήθεια·αρχείο)
jedynka (pl) θηλυκό
- η μονάδα
- (οικείο) η μονάδα σαν σχολικός βαθμός κάτω από τη βάση
- (οικείο) το μπροστινό νεογιλό δόντι
- το μονόκλινο