οικειότητα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ηいーた οικειότηταあるふぁ οおみくろんιいおた οικειότητες
      γενική της οικειότητας τたうωおめがνにゅー οικειοτήτωおめがνにゅー
    αιτιατική τたうηいーたνにゅー οικειότηταあるふぁ τις οικειότητες
     κλητική οικειότηταあるふぁ οικειότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
οικειότητα < αρχαία ελληνική οおみくろんἰκειότης (αιτιατική οおみくろんἰκειότητα)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔでるたΦふぁいΑあるふぁ : /i.ciˈo.ti.ta/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

οικειότητα θηλυκό

  1. ηいーた ιδιότητα τたうοおみくろんυうぷしろん οικείου, αあるふぁνにゅー κかっぱαあるふぁιいおた σしぐまεいぷしろん πぱいοおみくろんιいおたοおみくろん βαθμό ένα πράγμα είναι γνωστό σしぐまεいぷしろん κάποιον
  2. ύφος μみゅーηいーた επίσημο, κατάλληλο γがんまιいおたαあるふぁ φίλους ή ανθρώπους πολύ γνωστούς

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]