οικείος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
Δείτε επίσης: οおみくろんκかっぱεいぷしろんῖος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οおみくろん οικείος ηいーた οικείαあるふぁ τたうοおみくろん οικείοおみくろん
      γενική τたうοおみくろんυうぷしろん οικείοおみくろんυうぷしろん της οικείας τたうοおみくろんυうぷしろん οικείοおみくろんυうぷしろん
    αιτιατική τたうοおみくろんνにゅー οικείοおみくろん τたうηいーたνにゅー οικείαあるふぁ τたうοおみくろん οικείοおみくろん
     κλητική οικείεいぷしろん οικείαあるふぁ οικείοおみくろん
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οおみくろんιいおた οικείοおみくろんιいおた οおみくろんιいおた οικείες τたうαあるふぁ οικείαあるふぁ
      γενική τたうωおめがνにゅー οικείωおめがνにゅー τたうωおめがνにゅー οικείωおめがνにゅー τたうωおめがνにゅー οικείωおめがνにゅー
    αιτιατική τους οικείους τις οικείες τたうαあるふぁ οικείαあるふぁ
     κλητική οικείοおみくろんιいおた οικείες οικείαあるふぁ
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
οικείος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική οおみくろんκかっぱεいぷしろんῖος[1] < οおみくろんἶκος < ϝοῖκος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *woyḱos / *wéyḱs + -εいぷしろんῖος (-είος)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔでるたΦふぁいΑあるふぁ : /iˈci.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: οおみくろんιいおた‐κεί‐ος

Επίθετο

[επεξεργασία]

οικείος, -αあるふぁ, -οおみくろん

  1. οおみくろん έχων στενή σχέση μみゅーεいぷしろん κάποιον ή κάτι
  2. γνωστός, γνώριμος
  3. μέλος οικογενειακού περιβάλλοντος (συνήθως σしぐまτたうοおみくろんνにゅー πληθυντικό)
  4. σχετικός, παρόμοιος, ανάλογος

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ κかっぱαあるふぁιいおた δείτε τたうηいーた λέξη οίκος

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. οικείος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) τたうοおみくろんυうぷしろん Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Ηいーた Πύλη γがんまιいおたαあるふぁ τたうηいーたνにゅー ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας