kolono
Μετάβαση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- kolono < → λείπει
η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kolono | kolonoj |
αιτιατική | kolonon | kolonojn |
kolono (eo)
η κολώνα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kolono | kolonoj |
αιτιατική | kolonon | kolonojn |
kolono (eo)