komen

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

komen (nl) (αόριστος : kwam (πぱいλらむだ: kwamen), πぱいαあるふぁθしーた. μみゅーτたうχかい. : gekomen)