έρχομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἔρχομαι

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
έρχομαι < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἔρχομαι. Ορισμένοι τύποι, από θέματα χωρίς ετυμολογική σύνδεση, όπως έλα!, ήρθα/ήλθα (πぱいοおみくろんυうぷしろん συνδέονται μみゅーεいぷしろん τたうοおみくろん ελαύνω κかっぱαあるふぁιいおた τたうοおみくろん έλευση).[1]

Ερχομαι

έρχομαι (αποθετικό ρήμα), αあるふぁοおみくろんρろー. ήλθα κかっぱαあるふぁιいおた ήρθα, παρακείμενος: έχω έρθει, μετοχή ερχόμενος

  1. μετακινούμαι από έναν τόπο μακρινότερο σしぐまεいぷしろん κάποιον κοντινότερο
    ηいーた κακοκαιρία έρχεται συνήθως από δυτικά
    • φτάνω
      μας ήρθε ένα δέμα από τたうοおみくろん Παρίσι
    • επιστρέφω
      πού είναι οおみくろん Γιάννης; Τώρα έρχεται
    • προχωρώ μαζί μみゅーεいぷしろん κάποιον
      φεύγετε; έρχομαι μαζί σας
    • ηいーた προστακτική χρησιμοποιείται κかっぱαあるふぁιいおた γがんまιいおたαあるふぁ νにゅーαあるふぁ προσκαλέσουμε κάποιον
      ελάτε αύριο γがんまιいおたαあるふぁ φαγητό
  2. είμαι ίσος σしぐまτたうοおみくろん μέγεθος, φτάνω
    ψήλωσε τたうοおみくろん παιδί. Τώρα μみゅーοおみくろんυうぷしろん έρχεται ως τたうοおみくろんνにゅー ώμο
  3. (γがんまιいおたαあるふぁ ρούχα) ταιριάζω σしぐまτたうοおみくろん μέγεθος
    δでるたεいぷしろん μみゅーοおみくろんυうぷしろん έρχεται καλά αυτό τたうοおみくろん παντελόνι. Πρέπει νにゅーαあるふぁ τたうοおみくろん κοντύνω
  4. (επίσημο) συμμετέχω μαζί μみゅーεいぷしろん άλλον/άλλους σしぐまεいぷしろん κάτι κοινό
  5. (σしぐまτたうοおみくろん γがんま' πρόσωπο, γがんまιいおたαあるふぁ ιδέα ή παρόρμηση)
    δでるたεいぷしろんνにゅー ξέρω τたうιいおた μみゅーοおみくろんυうぷしろん ήρθε κかっぱαあるふぁιいおた τたうοおみくろん 'κανα αυτό, πάντως τたうοおみくろん μετάνιωσα πικρά
    πώς σしぐまοおみくろんυうぷしろん ήρθε αυτό; (γがんまιいおたαあるふぁ συνήθως παράδοξες ιδέες)

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Βべーた' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.