limako
Μετάβαση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- limako < → λείπει
η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | limako | limakoj |
αιτιατική | limakon | limakojn |
limako (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | limako | limakoj |
αιτιατική | limakon | limakojn |
limako (eo)