memoria

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

memoria (it)

  1. μνήμη
  2. αποστηθίζω, απομνημονεύω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

memoria (la) θηλυκό (γενική:ae)

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • post hominum memoriam: από τότε πぱいοおみくろんυうぷしろん μπορεί νにゅーαあるふぁ θυμηθούν οおみくろんιいおた άνθρωποι, από τότε πぱいοおみくろんυうぷしろん..