αποστηθίζω
Μετάβαση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αποστηθίζω < (ελληνιστική κοινή) ἀποστηθίζω < ἀπό στήθους < αρχαία ελληνική
σ τ ῆθος
Ρήμα
[επεξεργασία]αποστηθίζω (παθητική φωνή: αποστηθίζομαι)
- μαθαίνω κάτι απέξω,
τ ο απομνημονεύω
Συγγενικά
[επεξεργασία]- αποστήθιση
- αποστήθισμα
- αποστηθισμένος
- → δείτε τις λέξεις από
κ α ι στήθος
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή | |
αποστηθίζω | αποστήθιζα | αποστηθίζοντας | ||||
αποστηθίζεις | αποστήθιζες | αποστήθιζε | ||||
αποστηθίζει | αποστήθιζε | |||||
αποστηθίζουμε | αποστηθίζαμε | |||||
αποστηθίζετε | αποστηθίζατε | αποστηθίζετε | ||||
αποστηθίζουν( |
αποστήθιζαν αποστηθίζαν( |
|||||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
αποστήθισα | αποστηθίσει | |||||
αποστήθισες | αποστήθισε | |||||
αποστήθισε | ||||||
αποστηθίσαμε | ||||||
αποστηθίσατε | αποστηθίστε | |||||
αποστήθισαν αποστηθίσαν( |
||||||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
έχω αποστηθίσει | είχα αποστηθίσει | |||||
έχεις αποστηθίσει | είχες αποστηθίσει | |||||
έχει αποστηθίσει | είχε αποστηθίσει | |||||
έχουμε αποστηθίσει | είχαμε αποστηθίσει | |||||
έχετε αποστηθίσει | είχατε αποστηθίσει | |||||
έχουν αποστηθίσει | είχαν αποστηθίσει |
|