minuta
Μετάβαση
Αλβανικά (sq)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]minuta (sq)
Βοσνιακά (bs)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]minuta (bs) θηλυκό
τ ο λεπτόη μονάδα χρόνουη μονάδα γωνίας
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]minuta (it)
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]minuta (pl) θηλυκό
τ ο λεπτόη μονάδα χρόνουη μονάδα γωνίας- (συνεκδοχικά) (οικείο)
η απόσταση ενός λεπτού
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Τσεχικά (cs)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]minuta (cs) θηλυκό
τ ο λεπτόη μονάδα χρόνουη μονάδα γωνίας