modicum

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

modicum (en)

  • (επίσημο, μόνο σしぐまτたうοおみくろんνにゅー ενικό) ηいーた ελάχιστη ποσότητα, τたうοおみくろん λιγάκι, οおみくろん κόμπος, ειδικά γがんまιいおたαあるふぁ κάτι καλό
    a simple meal with a modicum of wine - απλό γεύμα μみゅーεいぷしろん λιγάκι/έναν κόμπο κρασί

Συνώνυμα

[επεξεργασία]