new

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
παραθετικά
θετικός new
συγκριτικός newer
υπερθετικός newest

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
new < (κληρονομημένο) μέση αγγλική newe < αγγλοσαξονική niwe, neowe < πρωτογερμανική *niwjaz

Επίθετο

[επεξεργασία]

new (en)

  • νέος, καινούριος
    All points of view are represented in the new board of directors.
    Σしぐまτたうοおみくろん νέο διοικητικό συμβούλιο εκπροσωπούνται όλες οおみくろんιいおた απόψεις.
    Do you like my new shirt?
    Σしぐまοおみくろんυうぷしろん αρέσει τたうοおみくろん καινούριο μみゅーοおみくろんυうぷしろん πουκάμισο;

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]