new
Μετάβαση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | new |
συγκριτικός | newer |
υπερθετικός | newest |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- new < (κληρονομημένο) μέση αγγλική newe < αγγλοσαξονική niwe, neowe < πρωτογερμανική *niwjaz
Επίθετο
[επεξεργασία]new (en)
- νέος, καινούριος
- ↪ All points of view are represented in the new board of directors.
Σ τ ο νέο διοικητικό συμβούλιο εκπροσωπούνται όλεςο ι απόψεις.
- ↪ Do you like my new shirt?
Σ ο υ αρέσειτ ο καινούριομ ο υ πουκάμισο;
- ↪ All points of view are represented in the new board of directors.
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]- anew
- brand new
- new-
- newbie
- newco
- newie
- newish
- newling
- newly
- newlywed
- newness
- news
- news-
- Newspeak
- renew
- New Age
- new broom
- new chum
- new-laid
- new moon
- new potato
- New Tastement
- new town
- new wave
- New World
- New Year
- New Amsterdam
- New Australia
- New Brunswick
- Newcastle
- New Delhi
- New England
- Newfoundland
- New Guinea
- New Hampshire
- New Holland
- New Jersey
- Newmarket
- New Mexico
- New Orleans
- New South Wales
- New York
- New Zealand
- what else is new
- what's new
Πηγές
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από
τ η μέση αγγλική (αγγλικά) - Προέλευση λέξεων από
τ η μέση αγγλική (αγγλικά) - Κληρονομημένες λέξεις από
τ α αγγλοσαξονικά (αγγλικά) - Προέλευση λέξεων από
τ α αγγλοσαξονικά (αγγλικά) - Κληρονομημένες λέξεις από
τ η ν πρωτογερμανική (αγγλικά) - Προέλευση λέξεων από
τ η ν πρωτογερμανική (αγγλικά) - Αγγλική γλώσσα
- Επίθετα (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)