note

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
note notes

note (en)

  1. τたうοおみくろん σημείωμα (περιληπτικές πληροφορίες)
  2. (μουσική) ηいーた νότα, τたうοおみくろん φθογγόσημο
    Each note was wonderful.
    Κάθε νότα ήταν υπέροχη.
    The notes were all wrong.
    Οおみくろんιいおた νότες ήταν όλες λάθος.
  3. ηいーた προσοχή
ενεστώτας note
γ΄ ενικό ενεστώτα notes
αόριστος noted
παθητική μετοχή noted
ενεργητική μετοχή noting

note (en)

  1. σημειώνω (γράφω σημειώσεις σしぐまεいぷしろん χαρτί)
  2. σημειώνω, προσέχω κάτι



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
note < λατινική nota

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔでるたΦふぁいΑあるふぁ : /nɔt/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
note notes

note (fr) θηλυκό

  1. οおみくろん βαθμός
  2. (μουσική) ηいーた νότα
  3. τたうοおみくろん σημείωμα

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
note < λατινική nota

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
nota note

note (it)