pas
Μετάβαση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]pas (en)
Βοσνιακά (bs)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]pas (bs)
- (θηλαστικό ζώο)
ο σκύλος
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
pas | pas |
pas (fr) αρσενικό
Επίρρημα
[επεξεργασία]pas (fr)
- αρνητικό επίρρημα, χρησιμοποιείται
σ α ν δεύτερο μέρος μιας άρνησης
Κροατικά (hr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]pas (hr) αρσενικό
- (θηλαστικό ζώο)
ο σκύλος
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]pas (pl) αρσενικό
η ζώνη- (μεταφορικά)
η περιοχήτ ο υ σώματος γύρω απότ η ν οποία μπαίνειη ζώνη,η μέση- ↪ woda sięga nam po pas -
τ ο νερό φτάνει μέχριτ η μέση μας
- ↪ woda sięga nam po pas -
η λωρίδασ ε οδόστρωμα- ↪ nie należy często zmieniać pasów podczas jazdy -
δ ε ν πρέπειν α αλλάζουμε συχνά λωρίδεςσ τ η διάρκεια της οδήγησης
- ↪ nie należy często zmieniać pasów podczas jazdy -
σ ε μηχανή,ο ιμάντας- γενικά μία μακρόστενη περιοχή
η διαγραμμισμένη περιοχήγ ι α τ ο πέρασματ ω ν πεζών,η διάβαση- (χαρτοπαίγνιο)
τ ο πάσο
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- brać nogi za pas - βάζω
τ α πόδιασ τ ο ν ώμο (κατά λέξη: παίρνωτ α πόδιασ τ η ζώνη-μέση)
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Ρουμανικά (ro)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]pas (ro) αρσενικό
τ ο βήμα
Σερβικά (sr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]pas (sr)
- λατινική γραφή
τ ο υ пас
Κατηγορίες:
- Κλιτικοί τύποι ουσιαστικών (αγγλικά)
- Βοσνιακή γλώσσα
- Ουσιαστικά (βοσνιακά)
- Θηλαστικά (βοσνιακά)
- Ζώα (βοσνιακά)
- Λήμματα
μ ε ήχοσ τ η ν προφορά (γαλλικά) - Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
- Μεταφορικοί όροι (γαλλικά)
- Επιρρήματα (γαλλικά)
- Κροατική γλώσσα
- Ουσιαστικά (κροατικά)
- Θηλαστικά (κροατικά)
- Ζώα (κροατικά)
- Λήμματα
μ ε προφοράΔ Φ Α (πολωνικά) - Λήμματα
μ ε ήχοσ τ η ν προφορά (πολωνικά) - Πολωνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (πολωνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (πολωνικά)
- Μεταφορικοί όροι (πολωνικά)
- Χαρτοπαίγνια (πολωνικά)
- Ρουμανική γλώσσα
- Ουσιαστικά (ρουμανικά)
- Σερβική γλώσσα - λατινικό αλφάβητο
- Ουσιαστικά (σερβικά-λατινικό αλφάβητο)