poczta

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
poczta < ιταλική posta

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔでるたΦふぁいΑあるふぁ : /ˈpɔt͡ʃ̑ta/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

poczta (pl) θηλυκό

  1. τたうοおみくろん ταχυδρομείο δηλαδή:
    • ηいーた υπηρεσία
    • τたうοおみくろん κτήριο
    • γενικά ηいーた αλληλογραφία
       συνώνυμα:
      korespondencja

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]