prime

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός prime
συγκριτικός primer
υπερθετικός primest

prime (en) (μόνο πぱいρろーιいおたνにゅー από τたうοおみくろん ουσιαστικό)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
prime primes

prime (en)

  • (μόνο ενικός) τたうοおみくろん άνθος, ηいーた περίοδο της ζωής μみゅーοおみくろんυうぷしろん πぱいοおみくろんυうぷしろん είμαι πぱいιいおたοおみくろん δυνατός ή πぱいιいおたοおみくろん επιτυχημένος
    He was struck down in the prime of his life.
    Χτυπήθηκε σしぐまτたうοおみくろん άνθος της ηλικίας τたうοおみくろんυうぷしろん.



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
prime primes

prime (fr) θηλυκό

  1. πριμοδότηση, πρόσθετη αμοιβή
    pour Noël, les employés ont reçu une prime - οおみくろんιいおた υπάλληλοι πήραν πριμοδότηση γがんまιいおたαあるふぁ τたうαあるふぁ Χριστούγεννα