relax

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
ενεστώτας relax
γ΄ ενικό ενεστώτα relaxes
αόριστος relaxed
παθητική μετοχή relaxed
ενεργητική μετοχή relaxing

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
relax < παλαιά γαλλική relaxer < λατινική relaxare (χαλαρώνω)

relax (en)

  1. (αμετάβατο) χαλαρώνω, ξεκουράζομαι ενώ κάνω κάτι πぱいοおみくろんυうぷしろん μみゅーοおみくろんυうぷしろん αρέσει, ειδικά μετά από δουλειά ή προσπάθεια
    When I listen to music, I relax.
    Όταν ακούω μουσική, χαλαρώνω.
    Sit back and relax!
    Ξάπλωσε κかっぱαあるふぁιいおた ξεκουράσου!
  2. (μεταβατικό κかっぱαあるふぁιいおた αμετάβατο) ηρεμώ, ξεκουράζω, γίνομαι ή κάνω κάποιον νにゅーαあるふぁ γίνει πぱいιいおたοおみくろん ήρεμος κかっぱαあるふぁιいおた νにゅーαあるふぁ ανησυχεί λιγότερο
    Relax now, the worst has passed!
    Ηρεμείστε τώρα, τたうοおみくろん μεγάλο κακό πέρασε!
    I read to relax my mind.
    Διαβάζω γがんまιいおたαあるふぁ νにゅーαあるふぁ ξεκουράσω τたうοおみくろん μυαλό μみゅーοおみくろんυうぷしろん.
     συνώνυμα:  calm, calm down, cool down, cool off, settle down κかっぱαあるふぁιいおた soothe
  3. (μεταβατικό κかっぱαあるふぁιいおた αμετάβατο) χαλαρώνω, γίνομαι ή κάνω κάτι νにゅーαあるふぁ γίνει λιγότερο σφιχτό ή άκαμπτο
    Relax the ropes.
    Χαλάρωσε τたうαあるふぁ σχοινιά.
  4. (μεταβατικό) χαλαρώνω, μετριάζω, επιτρέπω νにゅーαあるふぁ γίνουν λιγότερο αυστηροί κανόνες, νόμοι κかっぱτたうλらむだ.
    The police’s measures were relaxed.
    Χαλάρωσαν τたうαあるふぁ μέτρα της αστυνομίας.
    They relaxed his punishment.
    Μετρίασαν τたうηいーたνにゅー τιμωρία τたうοおみくろんυうぷしろん.

Συγγενικά

[επεξεργασία]