relax
Μετάβαση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | relax |
γ΄ ενικό ενεστώτα | relaxes |
αόριστος | relaxed |
παθητική μετοχή | relaxed |
ενεργητική μετοχή | relaxing |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- relax < παλαιά γαλλική relaxer < λατινική relaxare (χαλαρώνω)
Ρήμα
[επεξεργασία]relax (en)
- (αμετάβατο) χαλαρώνω, ξεκουράζομαι ενώ κάνω κάτι
π ο υ μ ο υ αρέσει, ειδικά μετά από δουλειά ή προσπάθεια- ↪ When I listen to music, I relax.
- Όταν ακούω μουσική, χαλαρώνω.
- ↪ Sit back and relax!
- Ξάπλωσε
κ α ι ξεκουράσου!
- Ξάπλωσε
- ↪ When I listen to music, I relax.
- (μεταβατικό
κ α ι αμετάβατο) ηρεμώ, ξεκουράζω, γίνομαι ή κάνω κάποιονν α γίνειπ ι ο ήρεμοςκ α ι ν α ανησυχεί λιγότερο - (μεταβατικό
κ α ι αμετάβατο) χαλαρώνω, γίνομαι ή κάνω κάτιν α γίνει λιγότερο σφιχτό ή άκαμπτο- ↪ Relax the ropes.
- Χαλάρωσε
τ α σχοινιά.
- Χαλάρωσε
- ↪ Relax the ropes.
- (μεταβατικό) χαλαρώνω, μετριάζω, επιτρέπω
ν α γίνουν λιγότερο αυστηροί κανόνες, νόμοικ τ λ .- ↪ The police’s measures were relaxed.
- Χαλάρωσαν
τ α μέτρα της αστυνομίας.
- Χαλάρωσαν
- ↪ They relaxed his punishment.
- Μετρίασαν
τ η ν τιμωρίατ ο υ .
- Μετρίασαν
- ↪ The police’s measures were relaxed.
Συγγενικά
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- relax - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press.
σ ε λ . 363. ISBN 9780194325684., λήμμα: ηρεμώ