rezino
Μετάβαση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- rezino < → λείπει
η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | rezino | rezinoj |
αιτιατική | rezinon | rezinojn |
rezino (eo)
η ρητίνη
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | rezino | rezinoj |
αιτιατική | rezinon | rezinojn |
rezino (eo)