robe

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
robe robes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

robe (en)

  1. (ενδυμασία) τたうοおみくろん φόρεμα, τたうοおみくろん φουστάνι



      ενικός         πληθυντικός  
robe robes

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
robe < (κληρονομημένο) παλαιά γαλλική robe / robbe / reube (ένδυμα, ρούχο πぱいοおみくろんυうぷしろん είναι λάφυρο νにゅーιいおたκかっぱηいーたτたうωおめがνにゅー) < ... < μみゅーεいぷしろん απώτατη αρχή τたうηいーたνにゅー πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *Hrewp- (σκίζω) → δείτε περισσότερα σしぐまτたうοおみくろん λήμμα ρόμπα
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ιταλικά: roba νέα ελληνικά: ρόμπα

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

robe (fr) θηλυκό

  1. (ενδυμασία) τたうοおみくろん φόρεμα, τたうοおみくろん φουστάνι
  2. ένδυμα