separate
Μετάβαση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]separate (en) (χωρίς παραθετικά)
- χωριστός, ανεξάρτητος,
μ η ενωμένος- ↪ on a separate sheet of paper -
σ ε μ ι α χωριστή κόλλα - ↪ on separate beds/bills -
σ ε χωριστά κρεβάτια/σ ε χωριστοί λογαριασμοί - ↪ a separate entrance - χωριστή είσοδος
- ↪ The car can be disassembled into many separate pieces.
Τ ο αυτοκίνητο μπορείν α αποσυναρμολογηθείσ ε πολλά ανεξάρτητα μέρη.
- ↪ on a separate sheet of paper -
- χωριστός, διαφορετικός
- ↪ on separate dates -
σ ε χωριστές ημερομηνίες - ↪ This is a separate matter.
- Αυτό είναι χωριστό θέμα.
- ↪ They each went their separate ways.
- Τράβηξαν διαφορετικούς δρόμους
ο καθένας.
- Τράβηξαν διαφορετικούς δρόμους
- ↪ They sleep in separate beds.
- Κοιμούνται
σ ε χώρια κρεβάτια.
- Κοιμούνται
- ↪ on separate dates -
Σύνθετα
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | separate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | separates |
αόριστος | separated |
παθητική μετοχή | separated |
ενεργητική μετοχή | separating |
separate (en)
- (μεταβατικό
κ α ι αμετάβατο) χωρίζω, ξεχωρίζω, διαιρώ, χωρίζωσ ε διάφορα μέρη ή ομάδες- ↪ We separated the boys from the girls.
- Χωρίσαμε
τ α αγόρια απότ α κορίτσια.
- Χωρίσαμε
- ↪ I am separating the good apples from the bad.
- Ξεχωρίζω
τ α καλά μήλα απότ α χαλασμένα.
- Ξεχωρίζω
- ↪ an area separated administratively into districts - περιοχή διαιρεμένη διοικητικά
σ ε περιφέρειες
- ↪ We separated the boys from the girls.
- (αμετάβατο) χωρίζω, διακόπτω
μ ι α σχέση ως ζευγάριμ ε τ ο ν άντρα,τ η γυναίκα ήτ ο ν σύντροφόμ ο υ - (μαγειρική) κόβω (
γ ι α σάλτσες,μ ε τ η ν έννοιατ ο υ ανεπιθύμητου αποτελέσματος) - χωρίζω
- διαχωρίζω
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- separate (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- separate (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press.
σ ε λ . 613. ISBN 9780194325684., λήμμα: ξεχωρίζω