separate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

separate (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. χωριστός, ανεξάρτητος, μみゅーηいーた ενωμένος
    on a separate sheet of paper - σしぐまεいぷしろん μみゅーιいおたαあるふぁ χωριστή κόλλα
    on separate beds/bills - σしぐまεいぷしろん χωριστά κρεβάτια/σしぐまεいぷしろん χωριστοί λογαριασμοί
    a separate entrance - χωριστή είσοδος
    The car can be disassembled into many separate pieces.
    Τたうοおみくろん αυτοκίνητο μπορεί νにゅーαあるふぁ αποσυναρμολογηθεί σしぐまεいぷしろん πολλά ανεξάρτητα μέρη.
  2. χωριστός, διαφορετικός
    on separate dates - σしぐまεいぷしろん χωριστές ημερομηνίες
    This is a separate matter.
    Αυτό είναι χωριστό θέμα.
    They each went their separate ways.
    Τράβηξαν διαφορετικούς δρόμους οおみくろん καθένας.
    They sleep in separate beds.
    Κοιμούνται σしぐまεいぷしろん χώρια κρεβάτια.

Σύνθετα

[επεξεργασία]
ενεστώτας separate
γ΄ ενικό ενεστώτα separates
αόριστος separated
παθητική μετοχή separated
ενεργητική μετοχή separating

separate (en)

  1. (μεταβατικό κかっぱαあるふぁιいおた αμετάβατο) χωρίζω, ξεχωρίζω, διαιρώ, χωρίζω σしぐまεいぷしろん διάφορα μέρη ή ομάδες
    We separated the boys from the girls.
    Χωρίσαμε τたうαあるふぁ αγόρια από τたうαあるふぁ κορίτσια.
    I am separating the good apples from the bad.
    Ξεχωρίζω τたうαあるふぁ καλά μήλα από τたうαあるふぁ χαλασμένα.
    an area separated administratively into districts - περιοχή διαιρεμένη διοικητικά σしぐまεいぷしろん περιφέρειες
  2. (αμετάβατο) χωρίζω, διακόπτω μみゅーιいおたαあるふぁ σχέση ως ζευγάρι μみゅーεいぷしろん τたうοおみくろんνにゅー άντρα, τたうηいーた γυναίκα ή τたうοおみくろんνにゅー σύντροφό μみゅーοおみくろんυうぷしろん
    She separated from her boyfriend.
    Χώρισε μみゅーεいぷしろん τたうοおみくろん αγόρι της.
     συνώνυμα: → δείτε τたうηいーた λέξη break up
  3. (μαγειρική) κόβω (γがんまιいおたαあるふぁ σάλτσες, μみゅーεいぷしろん τたうηいーたνにゅー έννοια τたうοおみくろんυうぷしろん ανεπιθύμητου αποτελέσματος)
  4. χωρίζω
  5. διαχωρίζω

Εκφράσεις

[επεξεργασία]