ανεξάρτητος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οおみくろん ανεξάρτητος ηいーた ανεξάρτητηいーた τたうοおみくろん ανεξάρτητοおみくろん
      γενική τたうοおみくろんυうぷしろん ανεξάρτητοおみくろんυうぷしろん της ανεξάρτητης τたうοおみくろんυうぷしろん ανεξάρτητοおみくろんυうぷしろん
    αιτιατική τたうοおみくろんνにゅー ανεξάρτητοおみくろん τたうηいーたνにゅー ανεξάρτητηいーた τたうοおみくろん ανεξάρτητοおみくろん
     κλητική ανεξάρτητεいぷしろん ανεξάρτητηいーた ανεξάρτητοおみくろん
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οおみくろんιいおた ανεξάρτητοおみくろんιいおた οおみくろんιいおた ανεξάρτητες τたうαあるふぁ ανεξάρτηταあるふぁ
      γενική τたうωおめがνにゅー ανεξάρτητωおめがνにゅー τたうωおめがνにゅー ανεξάρτητωおめがνにゅー τたうωおめがνにゅー ανεξάρτητωおめがνにゅー
    αιτιατική τους ανεξάρτητους τις ανεξάρτητες τたうαあるふぁ ανεξάρτηταあるふぁ
     κλητική ανεξάρτητοおみくろんιいおた ανεξάρτητες ανεξάρτηταあるふぁ
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ανεξάρτητος < μεταφραστικό δάνειο από τたうηいーた γαλλική indépendant: αあるふぁνにゅー- στερητικό + εξαρτώ + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔでるたΦふぁいΑあるふぁ : /a.neˈksaɾ.ti.tos/ αρσενικό
ΔでるたΦふぁいΑあるふぁ : /a.neˈksaɾ.ti.ti/ θηλυκό
ΔでるたΦふぁいΑあるふぁ : /a.neˈksaɾ.ti.to/ ουδέτερο

Επίθετο

[επεξεργασία]

ανεξάρτητος, -ηいーた, -οおみくろん

  1. πぱいοおみくろんυうぷしろん δでるたεいぷしろんνにゅー εξαρτάται από κάποιον ή κάτι άλλο
    τώρα πぱいοおみくろんυうぷしろん μεγάλωσε, θしーたαあるふぁ βべーたρろーεいぷしろんιいおた μみゅーιいおたαあるふぁ δουλειά γがんまιいおたαあるふぁ νにゅーαあるふぁ είναι κかっぱαあるふぁιいおた οικονομικά ανεξάρτητος από τους γονείς τたうοおみくろんυうぷしろん
  2. (γがんまιいおたαあるふぁ χώρα) πぱいοおみくろんυうぷしろん δでるたεいぷしろんνにゅー αποτελεί έδαφος άλλου κράτους, έχει δική της κυβέρνηση πぱいοおみくろんυうぷしろん ασκεί τたうηいーたνにゅー εξουσία σしぐまτたうοおみくろん εσωτερικό της, έχει αυτόνομη παρουσία στις διεθνείς της σχέσεις κかっぱαあるふぁιいおた αναγνωρίζεται ως τέτοια από τたうαあるふぁ υπόλοιπα κράτη
  3. (+ γενική) πぱいοおみくろんυうぷしろん δでるたεいぷしろんνにゅー οφείλεται σしぐまεいぷしろん κάποια εξωτερική αιτία ή δでるたεいぷしろんνにゅー ανήκει σしぐまεいぷしろん κάποιο συγκεκριμένο πλαίσιο
    παράγοντες ανεξάρτητοι τたうωおめがνにゅー επιθυμιών μみゅーοおみくろんυうぷしろん μみゅーεいぷしろん υποχρέωσαν νにゅーαあるふぁ μみゅーηいーたνにゅー έρθω
  4. (γがんまιいおたαあるふぁ κατοικίες) πぱいοおみくろんυうぷしろん δでるたεいぷしろんνにゅー είναι μαζί μみゅーεいぷしろん κάτι άλλο
    ανεξάρτητο διαμέρισμα

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]