sereno
Μετάβαση
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | sereno | sereni |
θηλυκό | serena | serene |
sereno (it)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
sereno | sereni |
sereno (it) αρσενικό
- (μετεωρολογία)
ο αίθριος καιρός - (
κ α τ ’ επέκταση)η ηρεμία - ύπαιθρος
Πηγές
[επεξεργασία]- sereno - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).