αίθριος
Μετάβαση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | αίθριος | αίθρι |
αίθρι | |||
γενική | αίθρι |
της | αίθριας | αίθρι | ||
αιτιατική | αίθρι |
αίθρι |
αίθρι | |||
κλητική | αίθρι |
αίθρι |
αίθρι | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | αίθρι |
αίθριες | αίθρι | |||
γενική | αίθρι |
αίθρι |
αίθρι | |||
αιτιατική | τους | αίθριους | τις | αίθριες | αίθρι | |
κλητική | αίθρι |
αίθριες | αίθρι | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αίθριος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική
α ἴθριος < πιθανόνα ἴθ ω (καίω) ήα ἴθ ρ η /α ἴθ ρ α
Προφορά
[επεξεργασία]Δ Φ Α : /ˈe.θ ɾi.os/- τυπογραφικός συλλαβισμός : αί‐θρι‐ος
Επίθετο
[επεξεργασία]αίθριος, -
- (μετεωρολογία)
ο καιρόςπ ο υ δ ε ν έχει σύννεφα αλλά λιακάδα - (μεταφορικά) γαλήνιος, ήσυχος
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αίθριος
Πηγές
[επεξεργασία]- αίθριος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998)
τ ο υ Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα).Η Πύληγ ι α τ η ν ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα
π ο υ κλίνονται όπωςη ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά) - Επίθετα
π ο υ κλίνονται όπωςτ ο 'θαυμάσιος' (νέα ελληνικά) - Λόγια διαχρονικά δάνεια από
τ α αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά) - Προέλευση λέξεων από
τ α αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά) - Λήμματα
μ ε προφοράΔ Φ Α (νέα ελληνικά) - Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μετεωρολογία (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)