smell

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
smell smells

smell (en)

  1. (μετρήσιμο κかっぱαあるふぁιいおた μみゅーηいーた μετρήσιμο) ηいーた μυρωδιά, ηいーた οσμή
    the smell of burning wood - ηいーた μυρωδιά τたうοおみくろんυうぷしろん καιόμενου ξύλου
    a pleasing/unpleasant smell - ευχάριστη/δυσάρεστη οσμή
     συνώνυμα: odor, scent
  2. (μみゅーηいーた μετρήσιμο) ηいーた όσφρηση, ηいーた ικανότητα νにゅーαあるふぁ αντιλαμβάνεσαι τις οσμές
    I have a keen sense of smell.
    Έχω οξεία όσφρηση.
     συνώνυμα: olfaction, scent

Υπώνυμα

[επεξεργασία]

γがんまιいおたαあるふぁ ευχάριστες οσμές:

γがんまιいおたαあるふぁ δυσάρεστες οσμές:

ενεστώτας smell
γ΄ ενικό ενεστώτα smells
αόριστος smelled, smelt
παθητική μετοχή smelled, smelt
ενεργητική μετοχή smelling

smell (en)

  1. μυρίζω, μοσχοβολώ, ευωδιάζω, αναδίδω μみゅーιいおたαあるふぁ μυρωδιά
    The blooming lemon trees smell.
    Μυρίζουν οおみくろんιいおた ανθισμένες λεμονιές.
    This soap smells really nice.
    Αυτό τたうοおみくろん σαπούνι μυρίζει πολύ όμορφα.
    It smells like something is burning.
    Μみゅーοおみくろんυうぷしろん μυρίζει σしぐまαあるふぁνにゅー κάτι νにゅーαあるふぁ καίγεται.
    The air smells good.
    Οおみくろん αέρας/τたうοおみくろん φαΐ μοσχοβολάει.
    The roses smell sweet.
    Τたうαあるふぁ τριαντάφυλλα μοσχοβολούσαν.
    It smells of freshly-baked bread.
    Ευωδιάζει τたうοおみくろん φρεσκοψημένο ψωμί.
  2. (μεταβατικό, χωρίς παθητική φωνή, όχι σしぐまτたうαあるふぁ continuous tenses, συχνά μみゅーεいぷしろん can κかっぱαあるふぁιいおた could) μυρίζω, κάτι μみゅーοおみくろんυうぷしろん μυρίζει, οσφραίνομαι, αντιλαμβάνομαι μみゅーεいぷしろん τたうηいーたνにゅー όσφρηση μία μυρωδιά
    I am smelling a flower.
    Μυρίζω ένα λουλούδι.
    Do you smell anything strange?
    Σしぐまοおみくろんυうぷしろん μυρίζει τίποτα περίεργο;
    He smelled the air with delight.
    Οσφράνθηκε τたうοおみくろんνにゅー αέρα μみゅーεいぷしろん ηδονή.
  3. (μεταβατικό & αμετάβατο, όχι σしぐまτたうαあるふぁ continuous tenses, συχνά μみゅーεいぷしろん can κかっぱαあるふぁιいおた could) μυρίζω, μπορώ νにゅーαあるふぁ αντιληφθώ μみゅーιいおたαあるふぁ μυρωδιά
    I can’t smell because of the strong cold.
    Δでるたεいぷしろんνにゅー μπορώ νにゅーαあるふぁ μυρίσω από τたうοおみくろん πολύ συνάχι.
    He has a cold and can’t smell.
    Είναι συναχωμένος κかっぱαあるふぁιいおた δでるたεいぷしろんνにゅー μπορεί νにゅーαあるふぁ μυρίσει.
  4. (μεταβατικό) μυρίζω, μυρίζομαι, προσπαθώ νにゅーαあるふぁ αντιληφθώ μία μυρωδιά
    Smell this fish.
    Γがんまιいおたαあるふぁ μύρισε αυτό τたうοおみくろん ψάρι.
    The dog is smelling the ground searching for traces of prey.
    Οおみくろん σκύλος μυρίζει τたうοおみくろん χώμα ψάχνοντας τたうαあるふぁ ίχνη τたうοおみくろんυうぷしろん θηράματος.
    The cat smelled a mouse.
    Ηいーた γάτα μυρίστηκε ποντίκι.
     συνώνυμα: sniff
  5. (αμετάβατο, όχι σしぐまτたうαあるふぁ continuous tenses) βρομάω, μυρίζω, αναδίδω μία δυσάρεστη μυρωδιά
    This fish smells.
    Αυτό τたうοおみくろん ψάρι βρομάει.
    His feet smell.
    Τたうαあるふぁ πόδια τたうοおみくろんυうぷしろん μυρίζουν.
     συνώνυμα: → δείτε τたうηいーた λέξη stink
  6. (μεταβατικό, χωρίς παθητική φωνή) μυρίζομαι, οσμίζομαι, νιώθω ότι κάτι υπάρχει ή πρόκειται νにゅーαあるふぁ συμβεί
    I smell danger.
    Μυρίζομαι κίνδυνο.
    I smell a scam.
    Οσμίζομαι απάτη.