smell
Μετάβαση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
smell | smells |
smell (en)
- (μετρήσιμο
κ α ι μ η μετρήσιμο)η μυρωδιά,η οσμή - (
μ η μετρήσιμο)η όσφρηση,η ικανότηταν α αντιλαμβάνεσαι τις οσμές
Υπώνυμα
[επεξεργασία]
|
|
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | smell |
γ΄ ενικό ενεστώτα | smells |
αόριστος | smelled, smelt |
παθητική μετοχή | smelled, smelt |
ενεργητική μετοχή | smelling |
smell (en)
- μυρίζω, μοσχοβολώ, ευωδιάζω, αναδίδω
μ ι α μυρωδιά- ↪ The blooming lemon trees smell.
- Μυρίζουν
ο ι ανθισμένες λεμονιές.
- Μυρίζουν
- ↪ This soap smells really nice.
- Αυτό
τ ο σαπούνι μυρίζει πολύ όμορφα.
- Αυτό
- ↪ It smells like something is burning.
Μ ο υ μυρίζεισ α ν κάτιν α καίγεται.
- ↪ The air smells good.
Ο αέρας/τ ο φαΐ μοσχοβολάει.
- ↪ The roses smell sweet.
Τ α τριαντάφυλλα μοσχοβολούσαν.
- ↪ It smells of freshly-baked bread.
- Ευωδιάζει
τ ο φρεσκοψημένο ψωμί.
- Ευωδιάζει
- ↪ The blooming lemon trees smell.
- (μεταβατικό, χωρίς παθητική φωνή, όχι
σ τ α continuous tenses, συχνάμ ε canκ α ι could) μυρίζω, κάτιμ ο υ μυρίζει, οσφραίνομαι, αντιλαμβάνομαιμ ε τ η ν όσφρηση μία μυρωδιά- ↪ I am smelling a flower.
- Μυρίζω ένα λουλούδι.
- ↪ Do you smell anything strange?
Σ ο υ μυρίζει τίποτα περίεργο;
- ↪ He smelled the air with delight.
- Οσφράνθηκε
τ ο ν αέραμ ε ηδονή.
- Οσφράνθηκε
- ↪ I am smelling a flower.
- (μεταβατικό & αμετάβατο, όχι
σ τ α continuous tenses, συχνάμ ε canκ α ι could) μυρίζω, μπορών α αντιληφθώμ ι α μυρωδιά- ↪ I can’t smell because of the strong cold.
Δ ε ν μπορών α μυρίσω απότ ο πολύ συνάχι.
- ↪ He has a cold and can’t smell.
- Είναι συναχωμένος
κ α ι δ ε ν μπορείν α μυρίσει.
- Είναι συναχωμένος
- ↪ I can’t smell because of the strong cold.
- (μεταβατικό) μυρίζω, μυρίζομαι, προσπαθώ
ν α αντιληφθώ μία μυρωδιά - (αμετάβατο, όχι
σ τ α continuous tenses) βρομάω, μυρίζω, αναδίδω μία δυσάρεστη μυρωδιά - (μεταβατικό, χωρίς παθητική φωνή) μυρίζομαι, οσμίζομαι, νιώθω ότι κάτι υπάρχει ή πρόκειται
ν α συμβεί- ↪ I smell danger.
- Μυρίζομαι κίνδυνο.
- ↪ I smell a scam.
- Οσμίζομαι απάτη.
- ↪ I smell danger.
Πηγές
[επεξεργασία]- smell (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- smell (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press.
σ ε λ . 177, 564, 578, 635. ISBN 9780194325684., λήμμα: βρομώ, μοσχοβολώ, μυρίζω, μυρουδιά, οσμίζομαι, όσφρηση, οσφραίνομαι