waft

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
waft wafts

waft (en)

  • (επίσημο) τたうοおみくろん άρωμα
    the waft of freshly-cut grass - τたうοおみくろん άρωμα τたうοおみくろんυうぷしろん φρεσκοκομμένου χόρτου
     συνώνυμα: → δείτε τたうηいーた λέξη aroma
ενεστώτας waft
γ΄ ενικό ενεστώτα wafts
αόριστος wafted
παθητική μετοχή wafted
ενεργητική μετοχή wafting

waft (en)

  • (μεταβατικό κかっぱαあるふぁιいおた αμετάβατο) έρχομαι μみゅーεいぷしろん τたうοおみくろんνにゅー αέρα, κινούμαι ή κάνω κάτι νにゅーαあるふぁ κινηθεί απαλά σしぐまτたうοおみくろんνにゅー αέρα
    sweet smells wafting across a room - μυρουδιές πぱいοおみくろんυうぷしろん έρχονται μみゅーεいぷしろん τたうοおみくろんνにゅー αέρα μέσα σしぐま' ένα δωμάτιο
     συνώνυμα: → δείτε τたうηいーた λέξη drift