staple

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]

Επίθετο

[επεξεργασία]

staple (en) (χωρίς παραθετικά)

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
Staple
      ενικός         πληθυντικός  
staple staples

staple (en)

  1. συνδετήρας συρραπτικού
  2. καρφί σχήματος U

Παράγωγα

[επεξεργασία]
ενεστώτας staple
γ΄ ενικό ενεστώτα staples
αόριστος stapled
παθητική μετοχή stapled
ενεργητική μετοχή stapling

staple (en)

  • (μεταβατικό) συρράπτω, συνδέω κάτι μみゅーεいぷしろん κάτι άλλο μみゅーεいぷしろん συρραπτικό
    Applicants are requested to not staple the pages of the application letter and its attachments.
    Οおみくろんιいおた αιτούντες καλούνται νにゅーαあるふぁ μみゅーηいーた συρράπτουν τις σελίδες της επιστολής της αίτησης κかっぱαあるふぁιいおた τたうωおめがνにゅー παραρτημάτων της.

Σύνθετα

[επεξεργασία]