swiftly

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
παραθετικά
θετικός swiftly
συγκριτικός more swiftly
υπερθετικός most swiftly

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
swiftly < swift + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

swiftly (en)

  • γρήγορα
    Don’t speak so swiftly.
    Μみゅーηいーたνにゅー μιλάς τόσο γρήγορα.
    I eat/drink swiftly.
    Τρώω/πίνω γρήγορα.
     συνώνυμα: → δείτε τたうηいーた λέξη quickly
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σしぐまεいぷしろんλらむだ. 200. ISBN 9780194325684. , λήμμα: γρήγορα