γρήγορα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γρήγορα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γρήγορα < γρήγορ(ος) + -αあるふぁ

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔでるたΦふぁいΑあるふぁ : /ˈɣɾi.ɣo.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γρή‐γがんまοおみくろんρろーαあるふぁ

Επίρρημα

[επεξεργασία]

γρήγορα

  1. μみゅーεいぷしろん μεγάλη ταχύτητα
    τたうοおみくろん αυτοκίνητο έτρεχε γρήγορα
  2. σしぐまεいぷしろん μικρό χρονικό διάστημα, σύντομα
    γρήγορα θά 'ρθει ηいーた άνοιξη

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

εκφράσεις:

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

γρήγορα



ζητούμενο λήμμα