tige

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
tige tiges

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

tige (fr) θηλυκό

  1. τたうοおみくろん κοτσάνι
  2. οおみくろん μίσχος
  3. τたうοおみくろん στέλεχος