tunnel

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

tunnel (fr) αρσενικό

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔでるたΦふぁいΑあるふぁ : /ta.nɛl/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
tunnel tunnels

tunnel (en)