turn on

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
ενεστώτας turn on
γ΄ ενικό ενεστώτα turns on
αόριστος turned on
παθητική μετοχή turned on
ενεργητική μετοχή turning on

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
turn on < → δείτε τις λέξεις turn κかっぱαあるふぁιいおた on

turn on (en)

  1. γυρίζω εναντίον, στρέφομαι εναντίον, επιτίθεμαι σしぐまεいぷしろん κάποιον ξαφνικά κかっぱαあるふぁιいおた απροσδόκητα
    Later on he turned on me.
    Αργότερα γύρισε εναντίον μみゅーοおみくろんυうぷしろん.
    Everyone turned on me.
    Όλοι στράφηκαν εναντίον μみゅーοおみくろんυうぷしろん.
     συνώνυμα: turn against
  2. ανάβω, ανοίγω, ενεργοποιώ, ανάβω ηλεκτρική συσκευή
    When the lights turned on
    Όταν άναψαν τたうαあるふぁ φώτα…
    She will not turn on the lights./She will not turn the lights on.
    Δでるたεいぷしろん θしーたαあるふぁ ανοίξει τたうαあるふぁ φώτα.
     συνώνυμα: → δείτε τたうηいーた λέξη switch on
     αντώνυμα: turn off